κοσμικός

κοσμικός
κοσμικός, ή, όν (s. κόσμος; Aristot., Phys. 2, 4 p. 196a, 25 τοὐρανοῦ τοῦδε καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων; Vett. Val. Index II; Lucian, Paras. 11 [opp. ἀνθρώπινος]; Ps.-Plutarch, Consol. ad Apoll. 34, Mor. 119e κοσμικὴ διάταξις; ins; PGM 4, 2533 τὰ κοσμικὰ πάντα; TestAbr A 7 p. 84, 25 [Stone p. 16] τὸν κοσμικὸν βίον; TestJos 17:8 κ. … δόξαν; Philo, Aet. M. 53; Jos., Bell. 4, 324; Tat. 12, 5 κ. καταλήψεως; Ath. 24, 5 κ. σοφίας; loanw. in rabb.).
pert. to the earth as a physical phenomenon, earthly (TestJos. 17:8) τὸ ἅγιον κ. the earthly sanctuary (opp. heavenly) Hb 9:1. τὸ κ. μυστήριον ἐκκλησίας the earthly mystery of the church D 11:11. κοσμικαὶ βάσανοι earthly tortures MPol 2:3.—Subst. τὰ κ. ταῦτα these earthly things 2 Cl 5:6 (cp. Did., Gen. 149, 11).
pert. to interests prevailing on earth, worldly, w. the implication of that which is at enmity w. God or morally reprehensible: αἱ κοσμικαὶ ἐπιθυμίαι worldly desires Tit 2:12; 2 Cl 17:3 (cp. Iren.1, 16, 3 [Harv. I 164, 5]).—DELG s.v. κόσμος. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσμικός — of the world masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο: Το σύγγραμμμα αυτό αναφέρεται στο κοσμικό σύστημα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις καλές τάξεις της κοινωνίας: Τη χαρακτηρίζουν κοσμικοί τρόποι. 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμικά — κοσμικός of the world neut nom/voc/acc pl κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc/acc dual κοσμικά̱ , κοσμικός of the world fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικώτερον — κοσμικός of the world adverbial comp κοσμικός of the world masc acc comp sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικωτέρων — κοσμικός of the world fem gen comp pl κοσμικός of the world masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικῶν — κοσμικός of the world fem gen pl κοσμικός of the world masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικόν — κοσμικός of the world masc acc sg κοσμικός of the world neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικαῖς — κοσμικός of the world fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικαί — κοσμικός of the world fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικοῖς — κοσμικός of the world masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”